αδιάλεγος
Смотреть что такое "αδιάλεγος" в других словарях:
αδιάλεχτος — αδιάλεχτος, η, ο και αδιάλεγος, η, ο χωρίς διάλεγμα, με τη σειρά: Πουλά τα φρούτα αδιάλεχτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)